θεηλασία

θεηλασία
θεηλ-ᾰσία, ,
A visitation of God, Sch.S.Tr.1235 (ἠλασία cod.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεηλασία — θεηλασία, ἡ (Α) [θεήλατος] 1. η καθοδήγηση από τον θεό 2. τιμωρία που προέρχεται από τον θεό, ειμαρμένη …   Dictionary of Greek

  • θεηλασίας — θεηλασίᾱς , θεηλασία visitation of God fem acc pl θεηλασίᾱς , θεηλασία visitation of God fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”